φλογόλευκος

φλογόλευκος
η , ο [ος , ον ] раскалённый добела

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Смотреть что такое "φλογόλευκος" в других словарях:

  • φλογόλευκος — η, ο / φλογόλευκος, ον, ΝΑ αυτός που έχει το χρώμα φλόγας η οποία αποκλίνει προς το λευκό νεοελλ. αυτός που έχει πυρακτωθεί ώσπου να πάρει λευκό χρώμα. [ΕΤΥΜΟΛ. < φλόξ, φλογός + λευκός] …   Dictionary of Greek

  • φλογόλευκον — φλογόλευκος flame coloured mixed with white masc/fem acc sg φλογόλευκος flame coloured mixed with white neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • λευκός — Ημιορεινός οικισμός (υψόμ. 160 μ., 28 κάτ.) της Καρπάθου. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Καρπάθου του νομού Δωδεκανήσου. * * * ή, ό (AM λευκός, ή, όν) 1. αυτός που έχει το χρώμα τού χιονιού ή τού γάλακτος, άσπρος (α. «ήλθε ντυμένη με λευκά ρούχα»… …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»